offensive - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

offensive - translation to γαλλικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Offend; Inoffensive; Offend (disambiguation); Offensive (disambiguation); Offensiveness; Offensives; Offensiv (disambiguation)

offensive         
n. offensive
offense      
n. insult, offense; affront, injury
insultant      
insulting, offensive

Ορισμός

offensive
I
adj.
1) offensive to (his actions were offensive to everyone)
2) offensive to + inf. (it's offensive to read such things in the newspaper)
II
n.
1) to assume, go over to, take the offensive
2) to launch, mount an offensive
3) (usu. mil.) to carry out, undertake an offensive
4) to break off an offensive
5) an economic; military; peace offensive
6) on the offensive

Βικιπαίδεια

Offensive

Offensive may refer to:

  • Offensive, the former name of the Dutch political party Socialist Alternative
  • Offensive (military), offensive
    • Fighting words or insulting language, words that by their very utterance inflict injury or tend to incite an immediate breach of the peace
    • Pejorative, or slur words
    • Profanity, strongly impolite, rude or offensive language
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για offensive
1. Une offensive qui ne convainc personne Commentaire.
2. En panne d‘inspiration offensive, San Antonio sombrait.
3. Les plans d‘une offensive israélienne sont pręts.
4. Elle est particuli';rement offensive cette année.
5. Leur offensive pourrait se révéler contre–productive.